- μουσκεμένος
- η , ο1) мокрый, промокший, вымокший; 2) робкий, нерешительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαιοβρεχής — ές και ελαιοβραχής, ές και ελαιόβροχος, η, ο (AM ἐλαιοβρεχής, ές και ἐλαιοβραχής, ές και ἐλαιόβροχος, ον) ο βρεγμένος, διάβροχος με λάδι, ο μουσκεμένος στο λάδι … Dictionary of Greek
επίτεγκτος — η, ο (Α ἐπίτεγκτος, ον) [επιτέγγω] βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένος νεοελλ. υδροχρωματισμένος … Dictionary of Greek
κάθυγρος — ή, ο (AM κάθυγρος, ον) ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος μσν. (για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη 2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή… … Dictionary of Greek
μυδαλέος — μυδαλέος, α και ιων. τ. η, ον (Α) 1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος 2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ] … Dictionary of Greek
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] … Dictionary of Greek
υπόβροχος — (I) ον, Α λίγο βρεγμένος, κάπως μουσκεμένος («ὑπόβροχος τόπος», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρόχος «σχοινί»]. (II) ον, Α δεμένος με βρόχο, με σχοινί («ἐπιστόλιον ὑπόβροχον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρόχος «σχοινί»] … Dictionary of Greek
μουσκεύομαι — μουσκεύομαι, μουσκεύτηκα, μουσκεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουσκεύω — μούσκεψα, μουσκεύτηκα, μουσκεμένος 1. μτβ., διαβρέχω κάτι, εμποτίζω: Μούσκεψε το παξιμάδι στο γάλα. 2. αμτβ., βρέχομαι, εμποτίζομαι: Μούσκεψα από τον ιδρώτα. 3. φρ., «Τα μούσκεψα», αποτυχαίνω παταγωδώς, τα κάνω θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγρός — υγρός, ή, ό και ογρός, ή, ό 1. που είναι σε ρευστή κατάσταση, ρευστός, νερουλός: Υγρή πίσσα. 2. διάβροχος, βρεγμένος, μουσκεμένος: Η πετσέτα είναι ακόμη υγρή. 3. που έχει υγρασία, που είναι διαποτισμένος από υδρατμούς: Υγρό κλίμα. 4. το ουδ. ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)